Lookup cumulative lexical entry: قادر
- δύναμαι
- δύναμαι (pass. part.) Alex. qu. III 3 [Sens.] δυνάμενον
- δύναμαι (verb) Arist. Phys. δυνήσεται = yakūnu qādiran
- δυνατός
- δυνατός (adj.) Arist. Int.
- δυνατός (adj.) Arist. Phys.
οὐ πάντως δυνατά ἐστιν Arist. Phys. VIII 1, 251b2 = fa-hiya qādiratun lā maḥālata ʿalā ḏālika - δυνατός (adj.) Ps.-Plut. Placita ῥέξαι ... δυνατόν = qādirun ʿalā an yafʿala
- ἔξειμι
- ἔξειμι (act. part.) Galen An. virt. ἐξόν