Lookup cumulative lexical entry: قاطع
- ἐμποδίζω
- ἐμποδίζω (verb) Arist. Phys. ἂν μή τι ἐμποδίσῃ = mā lam yaqṭaʿhā ʿanhu qāṭiʿun
- λῃστής
- λῃστής (noun) Artem. Onirocr. quṭṭāʿu l-ṭarīqi
- λῃστής (noun) Artem. Onirocr. quṭṭāʿu l-ṭarīqi
- παρεπιψαύω
- παρεπιψαύω (verb) Ps.-Plut. Placita qāṭaʿa wa-māssa
- τέμνω
- τέμνω (act. part.) Eucl. El. τέμνουσιν ἀλλήλους
- τέμνω (verb) Eucl. El. τεμνέτωσαν ἀλλήλας
- τέμνω (verb) Eucl. El. τέμνουσιν ἀλλήλους
- τμητικός
- τμητικός (adj.) Arist. Metaph. τό τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν = al-qāṭiʿu ilā allaḏī yuqṭaʿu
- τμητικος Them. In De an.