Lookup cumulative lexical entry: قاعد
- καθέζομαι
- καθέζομαι (verb) Arist. Metaph.
- καθέζομαι (verb) Artem. Onirocr.
- καθέζομαι (verb) Artem. Onirocr.
- καθέζομαι (verb) Artem. Onirocr.
- κάθημαι
- κάθημαι (verb) Arist. Metaph. καθήμενος
- κάθημαι (verb) Arist. Metaph. καθήμενον
- κάθημαι (act. part.) Ps.-Plut. Placita τὸ καθήμενον = allaḏī innamā yanbaġī an yakūna qāʿidan