Lookup cumulative lexical entry: قاهر
- βίαιος
- βίαιος (adj.) Arist. Metaph. τὸ βίαιον = al-šayʾu l-qāhiru
- βιαστικός
- βιαστικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- κατέχω
- κατέχω (verb) Ps.-Arist. Virt. nakūnu qāhirīni
- κρατέω
- κρατέω (verb) Artem. Onirocr. κρατέομαι
- κρατεω Them. In De an.
- σπουδάζω
- σπουδάζω (verb) Artem. Onirocr. kāna qāhiran...fī l-laʿbi