Lookup cumulative lexical entry: قبيل
- ἄρτι
- ἄρτι (adv.) Arist. Phys.
- ἄρτι (adv.) Arist. Phys.
ἄρτι, ἐὰν ᾖ ὁ χρόνος ἐγγὺς τοῦ ἐνεστῶτος νῦν πάλαι δὲ τὸ πόρρω Arist. Phys. IV 13, 222b13 = qubaylu, iḏā kāna l-waqtu mina l-zamāni qarīban mina l-āni l-qāʾimi, wa-ammā ānifan wa-qadīman fa-yadullāni ʿalā l-zamāni l-baʿīdi minhu - βραχύς
- βραχύς (adj.) Nicom. Arithm. πρὸ βραχέος
- βραχύς (adj.) Nicom. Arithm. πρὸ βραχέος
- βραχύς (adj.) Nicom. Arithm. πρὸ βραχέος
- βραχύς (adj.) Nicom. Arithm. πρὸ βραχέος
- βραχύς (adj.) Nicom. Arithm. πρὸ βραχέος
- βραχύς (adj.) Nicom. Arithm. πρὸ βραχέος
- προερέω
- προερέω (pass. part.) Hippocr. Progn. προειρημένος = ḥaddadtuhā qubayla
- πρόσθεν
- πρόσθεν (adv.) Galen An. virt. qubayla ḏāka