Lookup cumulative lexical entry: قَصَبَة
- αρτηρια
- ἀρτηρία (noun) Diosc. Mat. med. قصبة الرئة
- αρτηρια Them. In De an.
- αρτηρια Them. In De an.
- βράγχιον
- βράγχιον (noun) Ps.-Plut. Placita βράγχια = ḥalqu qaṣabati l-riʾati
- βρόγχος
- βρόγχος (noun) Hippocr. Diaet. acut. qaṣabatu l-riʾati
- κάλαμος
- κάλαμος (noun) Arist. Meteor.
- κάλαμος (noun) Artem. Onirocr.
- κάλαμος (noun) Artem. Onirocr.
- ψόφος
- ψόφος (noun) Artem. Onirocr. ṣawtu l-qaṣabati wa-ǧalabatihi