Lookup cumulative lexical entry: كالّ
- ακαματος
- ἀμβλύνω
- ἀμβλύνω (verb) Arist. Gener. anim.
- αμβλυς
- ἀναμετρέω
- ἀναμετρέω (gerund) Hippocr. Aer. ἀναμετρεῖν
- μετρέω
- μετρέω (verb) Arist. Metaph. μετρεῖται = yukālu
- μετρέω (verb) Arist. Metaph.
- μετρέω (verb) Arist. Metaph.
- μετρέω (verb) Arist. Phys. μετροῦμαι = tukālu