Lookup cumulative lexical entry: كرم
- ἀμπελογενής
- ἀμπελογενής (adj.) Arist. Phys. yutawalladu ... mina l-karmi
ἐν τοῖς φυτοῖς ἐγίγνετο, ὥσπερ τὰ βουγενῆ ἀνδρόπρῳρα, οὕτω καὶ ἀμπελογενῆ ἐλαιόπρῳρα Arist. Phys. II 8, 199b12 = wulida mina l-baqari mā aʿālīhu aʿālī l-insāni ka-ḏālika yatawalladu fī l-nabāti ayḍan mina l-karmi mā aʿālīhu aʿālī l-zaytūni
- ἀμπελόπρασον
- ἄμπελος
- ἀτιμία
- ἐλευθεριότης
- εὐγένεια
- ἱκετεύω
- οἰνάνθινος
- τιμή
- τίμιος
- τιμιότης
- τιμιότης (noun) Arist. Eth. Nic.
εἰ ... τῷ ὄγκῳ μικρόν ἐστι, δυνάμει καὶ τιμιότητι πολὺ μᾶλλον πάντων ὑπερέχει Arist. Eth. Nic. X 7, 1178a1 = in kāna ṣaġīran bi-l-ʿiẓami lākinnahū bi-l-quwwati wa-l-karami yafūqu l-ǧamīʿa kaṯīran 563.1 - τιμιότης (noun) Arist. Gener. anim. bi-l-karami
- φιλοτιμέομαι
- φιλοτιμέομαι (verb) Arist. Rhet. φιλοτιμοῦνται δὲ πρὸς τοὺς ὁμοίους = sem. etym.; yuḥibbūna an yakūnū mukarramīna ʿinda ašbāhihim
The database query could not be executed.