Lookup cumulative lexical entry: متفرّق
- διαιρέω
- διαιρέω (gerund) Arist. Phys. ἐκ τοῦ μὴ συγκεῖσθαι ἀλλὰ διῃρῆσθαι = ʿammā laysa bi-murakkabin bal mutafarraqin
- διάστασις
- διάστασις (noun) Hippocr. Off. med.
- σκεδαννυμι
- σκορπίζω
- σκορπίζω (verb) Artem. Onirocr. σκορπίζομαι = man kāna mutafarran
- σχιζόπτερος
- σχιζόπτερος (adj.) Arist. An. post. ἢ ὁλόπτερον ἢ σχιζόπτερον = imma an yakūna muttaṣila l-aǧniḥati aw mutafarriqa l-aǧniḥati
- χωρίζω
- χωρίζω (pass. part.) Arist. Gener. anim. δύο ... κεχωρισμένοι = mutafarriqāni