Lookup cumulative lexical entry: متكوّن
- αγενητος
- γενητός
- γενητός (gerundive) Arist. Phys.
τοῦ δὲ γενητοῦ καὶ φθαρτοῦ (sc. ἐντελέχεια) γένεσις καὶ φθορά Arist. Phys. III 1, 201a14 = wa-kamālu l-mutakawwani wa-l-fāsidi huwa l-kawnu wa-l-fasādu - γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Arist. Cael.
- γίγνομαι (verb) Arist. Int. εἰ γίγνεταί τι, καὶ οὐκ ἔστιν = mā kāna mutakawwanan fa laysa bi-mawǧūdin
- γίγνομαι (verb) Arist. Metaph. γιγνόμενον