Lookup cumulative lexical entry: متميّز
- αδιαρθρωτος
- ἄκρατος
- ἄκρατος (adj.) Ps.-Plut. Placita fa-annahā fī mizāǧihā ġayru muʿtadilatin mutamayyizatin
- ἀπαλλάσσω
- ἀπαλλάσσω (pass. part.) Hippocr. Aer. ἀπηλλαγμένα
- διαιρέω
- διαιρέω (gerund) Arist. Phys. διῃρῆσθαι = an yakūna ... mutamayyizan
- διακρινω
- συγκρίνω
- συγκρίνω (verb) Arist. Metaph. συγκεκριμένον
- χωρίζω
- χωρίζω (verb) Arist. Metaph. κεχωρισμένον καθ' αὑτό = mutamayyizun bi-ḏātihi