Lookup cumulative lexical entry: متواطئ
- συνώνυμος
- συνώνυμος (adj.) Arist. Cat. τὰ συνώνυμα = al-mutawāṭiyatu smāʾuhā
- συνώνυμος (adj.) Arist. Metaph. mutawāṭiʾun fī-l-ismi
- συνώνυμος (adj.) Arist. Phys. τὰ συνώνυμα = al-mutawāṭiʾatu
- συνωνύμως
- συνωνύμως (adv.) Ps.-Plut. Placita ʿalā maʿnan wāḥidin qawlan mutawāṭiʾan