Lookup cumulative lexical entry: مجموع
- μεταλαμβάνω
- μεταλαμβάνω (pass. part.) Eucl. El. μεταλαμβανόμεναι
- ὅλος
- πᾶς
- πᾶς (adj.) Arist. Metaph.
- συμπλέκω
- συμπλέκω (gerund) Nicom. Arithm. οἷον συμπλακεῖσαι = ka-l-maǧmūʿati min
- συνδυάζω
- συνδυάζω (verb) Arist. Metaph. maǧmūʿatun maʿan
- σύνθεσις
- σύνθεσις (noun) Nicom. Arithm. τῇ συνθέσει
- σύνθετος
- σύνθετος (adj.) Nicom. Arithm.
- σύνθετος (adj.) Nicom. Arithm. ἐπὶ τὸν σύνθετον παραβλητέον = qismatahu ʿalā...maǧmūʿayni
- σύνθετος (adj.) Nicom. Arithm. ἐπὶ τὸν σύνθετον παραβλητέον = qismatahu ʿalā...maǧmūʿayni
- σύστημα
- σύστημα (noun) Nicom. Arithm.
- σύστημα (noun) Nicom. Arithm. ἀμφοῖν σύστημα = miṯlu l-ittifāqayni llaḏayni ḏakarnā maǧmūʿayni
- ὑπό