Lookup cumulative lexical entry: مدرّ
- ἀγωγός
- ἀγωγός (noun) Diosc. Mat. med. ἐμμήνων ἀγωγόν = mudirrun li-... wa-l-ṭamṯi
- διουρητικός
- διουρητικός (adj.) Diosc. Mat. med. mudirrun li-l-bawli
- διουρητικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. διουρητικωτέρος = أدَرُّ للبول
- οὐρητικός
- οὐρητικός (adj.) Diosc. Mat. med. مُدِرٌّ للبول
- οὐρητικός (adj.) Rufus Ict. mudirrun li-l-bawli
- προτρεπτικός