Lookup cumulative lexical entry: مشورة
- βουλευόμαι
- βουλευόμαι (verb) Arist. Rhet. τὸ βουλεύεσθαι
- βουλευόμαι (verb) Arist. Rhet.
- βουλευόμαι (verb) Arist. Rhet.
- βουλεύω
- βουλεύω (gerund) Ps.-Arist. Div. τοῦ βουλεύεσθαι
- βουλή
- βουλή (noun) Galen An. virt.
- εὐβουλία
- εὐβουλία (noun) Ps.-Arist. Div. al-fikratu ʿalā ṣawābi l-mašwarati
- συμβουλευτικόν
- συμβουλευτικόν (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλευτικόν (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλευτικόν (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλεύω
- συμβουλεύω (verb) Arist. Rhet. ʿinda l-mašwarati
- συμβουλεύω (gerund) Arist. Rhet.
- συμβουλή
- συμβουλή (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλή (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλή (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλή (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλή (noun) Arist. Rhet.
- συμβουλία
- συμβουλία (noun) Ps.-Arist. Div.