Lookup cumulative lexical entry: مصور
- ἄμορφος
- ἄμορφος (adj.) Ps.-Plut. Placita laysa muṣawwaran
- ἀπολαμβάνω
- ἀπολαμβάνω (act. part.) Arist. Gener. anim. οὐκ απειληφός τὴν αὑτοῦ μορφήν = ġayr muṣawwirin bi-ṣūratihi
- γραφεύς
- γραφεύς (noun) Arist. Gener. anim.
- γραφεύς (noun) Arist. Poet. οἱ γραφεῖς = al-muṣawwirūna fī ṣanāʾiʿihim
ἤτοι βελτίονας ἢ καθ' ἡμᾶς ἢ χείρονας ἢ καὶ τοιούτους, ὥσπερ οἱ γραφεῖς Arist. Poet. 2, 1448a5 = immā l-afāḍilu minnā wa-immā l-arāḏilu wa-immā man kānat ḥāluhū fī ḏālika ka-mā yušbihu l-muṣawwirūna fī ṣanāʾiʿihim 222.13 - γράφω
- γράφω (pass. part.) Arist. Cat. τὸ γεγραμμένον = al-muṣawwaru
- ζωγράφος
- πλαστογράφος
- πλαστογράφος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-muṣawwirīna