Lookup cumulative lexical entry: معادلة
- ἀντίκειμαι
- ἀντίκειμαι (verb) Arist. Metaph.
- ἀντίκειμαι (verb) Arist. Metaph. τἀντικείμενα = al-mawḍūʿātu ʿalā l-muʿādalati
- οἰκείως
- οἰκείως (adv.) Arist. Cat. muʿādalatan
- οἰκείως (adv.) Arist. Cat. ʿalā l-muʿādalati
- συμμετρία
- συμμετρία (noun) Ps.-Plut. Placita