Lookup cumulative lexical entry: مغذّي
- αὐξητικός
- αὐξητικός (adj.) Arist. Gener. anim. ἡ τροφὴ ἡ αὐξητική = al-quwwatu l-muġaḏḏiyyatu
- θρεπτικός
- θρεπτικός (adj.) Arist. Gener. anim. ἡ θρεπτικὴ ψυχή = al-nafsu l-muġaḏḏiyya
- θρεπτικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὸ θρεπτικόν = al-quwwatu l-muġaḏḏiyyatu
- θρεπτικός (adj.) Galen An. virt.
- τρέφω
- τρέφω (act. part.) Galen An. virt. οἱ τρέφοντες