Lookup cumulative lexical entry: ملاسة
- λεῖος
- λεῖος (adj.) Arist. Metaph. τὸ λείῳ εἶναι
- λεῖος (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- λειότης
- λειότης (noun) Alex. An. mant. [Vis.] li-malāsatihā
- λειότης (noun) Arist. Metaph.
- λειοτης Them. In De an.
- λειοτης Them. In De an.
- λειοτης Them. In De an.