Lookup cumulative lexical entry: نال
- ἀντιλαμβάνω
- ἀντιλαμβάνω (gerund) Alex. qu. I 2 [Color] ἀντιλαμβάνεσθαι
- ἀντιληπτικός
- απολαυω
- ἀστοχέω
- ἀστοχέω (verb) Artem. Onirocr. lā yanālūna ḥāǧātahum fī mā yurīdūnahu
- ἀφικνέομαι
- ἀφικνέομαι (verb) Arist. Cael.
- ἀφικνέομαι (verb) Arist. Cael.
- ἀφικνέομαι (verb) Arist. Cael. nāla wa-balaġa
- ἀφορία
- ἀφορία (noun) Artem. Onirocr. ḍayqatun wa-šiddatun tanāluhu
- δεινός
- δεινός (adj.) Ps.-Arist. Virt. ἐν τοῖς δεινοῖς = fī ǧamīʿi mā nālahu wa ʿālahu
- διατίθημι
- διατίθημι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] ὡς ὑπὸ τοῦ φωτὸς διατίθεται = miṯla llaḏī yanāluhā min al-ḍawʾi
- δίδωμι
- δίδωμι (gerundive) Hippocr. Diaet. acut. δοτέος
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. sanāluhu
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. yanāluhu
- ἐκκαίω
- ἐκκαίω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita ἐκκαιόμενος = li-mā yanāluhā min iḥrāqin
- ἔνστασις
- ἔνστασις (noun) Artem. Onirocr. yanāluhum
- ἐπάγω
- ἐπάγω (verb) Artem. Onirocr. tadullu ʿalā annahu yanāluhu
- ἐπί
- ἐπί (prep.) Artem. Onirocr. tanāluhu minhu
- ἐπιτυγχάνω
- ἐπιτυγχάνω (verb) Arist. Cael.
- θλίβω
- θλίβω (verb) Galen In De off. med. θλίβεται = nāla...ḍaġṭan
- θλίβω (verb) Galen In De off. med. θλίβηται = yanāluhā ḍaġṭun
- κατά
- κατά (prep.) Ps.-Plut. Placita κατά c. acc. = li-mā yanāluhū min
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Cael. balaġa wa-nāla
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λαμβάνω (verb) Hippocr. Aphor. iḏā kāna yunālu
ἢν ἐκ νούσου τροφὴν λαμβάνων τις μὴ ἰσχύῃ, σημαίνει τὸ σῶμα ὅτι πλείονι τροφῇ χρῆται Hippocr. Aphor. II 8 = al-nāqihu mina l-maraḍi iḏā kāna yunālu mina l-ġiḏāʾi wa-laysa yaqwā bihī fa-ḏālika yudallu ʿalā annahū yaḥmila ʿalā badanihī mina l-ġiḏāʾi akṯara mimmā yaḥtamilu 11.3,5 - λιμός
- λιμός (noun) Artem. Onirocr. yanāluhu l-ǧūʿu
- μετέχω
- μετέχω (gerund) Plot. μετασχεῖν
οὐχ οἷόν τε ἦν αὐτὴν μὴ μετασχεῖν οὖσαν τοῦ πᾶσι τὸ ἀγαθὸν καθόσον δύναται ἕκαστον χορηγοῦντος Plot. Enn. IV 8, 6.19 = فلما كانت أول الأشياء الحسية استوجبت أن تنال الخير من النفس أول 86.17 - νικάω
- νικάω (verb) Artem. Onirocr. yanālu ḏikran wa-ḥamdan
- νικάω (verb) Artem. Onirocr. yanāluhu
- παραβοηθέω
- παραβοηθέω (verb) Ps.-Arist. Div. yanāluhu
- παρέχω
- παρέχω (verb) Artem. Onirocr. dalla...ʿalā...yanāluhu
- πάσχω
- πάσχω (verb) Arist. Phys.
μηδὲν διὰ τοῦ σώματος πάσχωμεν Arist. Phys. IV 11, 219a5 = wa-lam yanal abdānanā šayʾun aṣlan - πάσχω (verb) Artem. Onirocr.
- περιποιέω
- περιποιέω (verb) Artem. Onirocr. tadullu ʿalā yanālūnahā
- πονέω
- πονέω (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. πονεόμενος = nālahū l-ḍararu
- πορίζω
- πορίζω (verb) Artem. Onirocr. πορίζομαι
- πορίζω (verb) Artem. Onirocr.
- πράττω
- πράττω (verb) Artem. Onirocr. yanālu...wa-yaqdiru
- στεφανόω
- στεφανόω (verb) Arist. Eth. Nic. στεφανῶμαι = yanālu l-ǧawāʾiza
ὥσπερ δ’ Ὀλυμπίασιν οὐχ οἱ κάλλιστοι καὶ ἰσχυρότατοι στεφανοῦνται ἀλλ’ οἱ ἀγωνιζόμενοι Arist. Eth. Nic. I 8, 1099a4 = ka-mā anna l-ǧawāʾiza laysa yanāluhā fī l-maydāni l-maharatu wa-l-ǧiyādu mina l-munāḍilīna lākini l-muǧāhidūna minhum wa-l-bāṭišūna 141.1 - στεφανόω (verb) Arist. Eth. Nic. Pass. to be crowned, to win the prize = nāla l-ǧāʾizata
ὥσπερ δ' Ὀλυμπίασιν οὐχ οἱ κάλλιστοι καὶ ἰσχυρότατοι στεφανοῦνται ἀλλ' οἱ ἀγωνιζόμενοι I 8, 1099a4 = ka-mā anna l-ǧawāʾiza laysa yanāluhā fī l-maydāni l-maharatu wa-l-ǧiyādu mina l-munāḍilīna lākinna l-muǧāhidinīna minhum wa-l-bāṭišinīna 141.1 - συντελέω
- συντελέω (verb) Nicom. Arithm.
- τυγχάνω
- τυγχάνω (verb) Artem. Onirocr.
- ὑπομένω
- ὑπομένω (verb) Artem. Onirocr. sa-yanāluhā
- ὠφελέω
- ὠφελέω (verb) Artem. Onirocr. ὠφελέομαι = yanālu...nafʿan