Lookup cumulative lexical entry: هلك
- ἀναιρέω
- ἀναιρέω (verb) Arist. Gener. anim.
- ἀποθνήσκω
- ἀποθνήσκω (verb) Arist. Gener. anim. ἀπέθανον = fa-yahliku
- ἀποθνήσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ἀποθνήσκω (gerund) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἀποθανεῖν
- ἀποίχομαι
- ἀποίχομαι (pass. part.) Ps.-Arist. Div. περὶ τοῦς ἀποιχομένους = li-man maḍā wa halaka
- ἀπόλλυμι
- ἀπόλλυμι (verb) Arist. Metaph. halaka halākan
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr. ἀπόλλυμαι
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr. ἀπόλλυμαι
- ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr. ἀπόλλυμαι
- διαφθείρω
- διαφθείρω (gerund) Arist. Gener. anim. διαφθαρῆναι
- διαφθείρω (verb) Arist. Gener. anim. διεφθείρετο = fasada wa-halaka
- ἐρῆμος
- ἐρῆμος (adj.) Artem. Onirocr.
- θάνατος
- θάνατος (noun) Artem. Onirocr.
- κινδυνεύω
- κινδυνεύω (act. part.) Arist. Gener. anim. κινδυνεύσασα = kādat tahliku
- στερέω
- στερέω (verb) Artem. Onirocr. στερέομαι = fa-halakat