Lookup cumulative lexical entry: هم
- ἀηδία
- ἀηδία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀμεριμνία
- ἀμεριμνία (noun) Artem. Onirocr. ḏahābu l-hammi
- ἀπέρχομαι
- ἀπέρχομαι (verb) Artem. Onirocr. yahummuhu
- βάσανος
- βάσανος (noun) Artem. Onirocr.
- δέος
- δέος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-humūmu
- ἐπιβουλή
- ἐπιβουλή (noun) Artem. Onirocr.
- ἐπίβουλος
- ἐπίβουλος (adj.) Artem. Onirocr.
- μέριμνα
- μέριμνα (noun) Artem. Onirocr. wa-hammun
- οὗτος
- οὗτος (pronoun) Galen An. virt. οὗτοι
- στενοχωρία
- στενοχωρία (noun) Artem. Onirocr. humūmihi
- συμφορά
- συμφορά (noun) Artem. Onirocr. wa-hammun
- φροντίζω
- φροντίζω (verb) Artem. Onirocr.
- φροντίς
- φροντίς (noun) Artem. Onirocr.
- φροντίς (noun) Artem. Onirocr.
- φροντίς (noun) Artem. Onirocr.