Lookup cumulative lexical entry: واقف
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr.
- ἵστημι
- ἵστημι (act. part.) Ps.-Plut. Placita ἑστώς
- ἵστημι (verb) Ps.-Plut. Placita εἱστήκει = kāna wāqifun
- ἵστημι (act. part.) Ps.-Plut. Placita εἰ τις στάς ... = fa-annahu in waqafa wāqifun ...
- κορυφαῖος
- κορυφαῖος (noun) Arist. Metaph. al-wāqifu fī l-raʾsi
- μένω
- μένω (verb) Artem. Onirocr.
- παραστάτης
- παραστάτης (noun) Arist. Metaph. al-wāqifu ṯānin
- παρίστημι
- παρίστημι (act. part.) Alex. An. mant. [Vis.] παραστάντος
- στάσιμος
- στάσιμος (adj.) Arist. Meteor.
- στάσιμος (adj.) Arist. Meteor. τὰ στάσιμα (sc. ὕδατα) = al-miyāhu l-wāqifatu
τῶν δὲ στασίμων (sc. ὑδάτων) τὰ μὲν ... τελματιαῖα καὶ ὅσα λιμνώδη Arist. Meteor. II 1, 353b23 = wa-ammā l-miyāhu l-wāqifatu ... fa-ṣinfun minhā l-āǧāmu 483 - τριτοστάτης
- τριτοστάτης (noun) Arist. Metaph. al-wāqifu ... l-ṯāliṯu