Lookup cumulative lexical entry: واقف

  1. εἰμί
  2. ἵστημι
  3. κορυφαῖος
  4. μένω
  5. παραστάτης
  6. παρίστημι
  7. στάσιμος
    • στάσιμος (adj.) Arist. Meteor.
    • στάσιμος (adj.) Arist. Meteor. τὰ στάσιμα (sc. ὕδατα) = al-miyāhu l-wāqifatu
      τῶν δὲ στασίμων (sc. ὑδάτων) τὰ μὲν ... τελματιαῖα καὶ ὅσα λιμνώδη Arist. Meteor. II 1, 353b23 = wa-ammā l-miyāhu l-wāqifatu ... fa-ṣinfun minhā l-āǧāmu 483
  8. τριτοστάτης
The database query could not be executed.