Lookup cumulative lexical entry: وهن
- δύστηκτος
- δύστηκτος (adj.) Hippocr. Alim. δυστηκτότερος = lā yaṣilu ilayhā al-wahana sarīʿan
- ζημία
- ζημία (noun) Hippocr. Aer. wahnu...wa-maʿarratahā
- ζημία (noun) Hippocr. Aer. wahnu...wa-ġurmahā
- κακός
- κακός (adj.) Hippocr. Aer. wahina ʿāǧiza wasina