Lookup cumulative lexical entry: جامع
- ἀνήρ
- ἀνήρ (noun) Hippocr. Aer. παρὰ ἄνδρα ἀφικνεύμεναι = yuǧāmiʿahunna
- ἀρρητοποιέω
- ἀρρητοποιέω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀφροδισιάζω
- ἀφροδισιάζω (gerund) Arist. Gener. anim.
- ἀφροδισιάζω (verb) Artem. Onirocr.
- δέφω
- δέφω (verb) Artem. Onirocr.
- δέφω (verb) Artem. Onirocr.
- διαζεύγνυμι
- διαζεύγνυμι (verb) Arist. Hist. anim. ǧāmaʿa ġayra
- καθολικός
- καθολικός (adj.) Artem. Onirocr.
- καθόλου
- καθόλου (adv.) Arist. Cael.
- κοινός
- κοινός (adj.) Arist. Gener. anim. κοινῇ = qawlun ʿāmmun ǧāmiʿun
- λαγνεύω
- λαγνεύω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- λαγνεύω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- λαγνεύω (verb) Hippocr. Superf. λαγνεύηται = ǧāmaʿahā
- μείγνυμι
- μείγνυμι (verb) Arist. Gener. anim. μίγνυται ὧν ἴσοι οἱ χρόνοι καὶ ἐγγὺς αἱ κυήσεις, καὶ τὰ μεγέθη τῶν σωμάτων μὴ πολὺ διέστηκεν = ǧāmaʿat ināṯun wa-ḏukūratun ... muttafiqan bi-zamāni l-ḥamli aw-muqāriban maʿa ittifāqi iʿẓāmi l-aǧsādi allatī laysa baynahā buʿdun kaṯīrun
- μείγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- μείγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- μείγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- μείγνυμι (verb) Artem. Onirocr. yuǧāmiʿu aw yuḫāliṭu
- μείγνυμι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. μίσγωνται
- μοιχεύω
- μοιχεύω (verb) Arist. Hist. anim.
- περαίνω
- περαίνω (verb) Artem. Onirocr.
- περαίνω (verb) Artem. Onirocr.
- περιέχω
- περιέχω (act. part.) Arist. Rhet. μὴ τοῖς περιέχουσιν ὀνόμασι λέγειν = an yakūna l-kalāma... wa-laysa bi-l-ǧāmiʿati muḥīṭati
- πλησιάζω
- πλησιάζω (verb) Artem. Onirocr.
- προσέρχομαι
- προσέρχομαι (verb) Artem. Onirocr.
- συγγίγνομαι
- συγγίγνομαι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- συγγίγνομαι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- συλλογίζω
- συλλογίζω (verb) Arist. Metaph. naʿmila ǧawāmiʿa
- συλλογισμός
- συλλογισμός (noun) Arist. Metaph.
- συλλογισμός (noun) Arist. Metaph.
- συνάγω
- συνάγω (act. part.) Proclus El. theol. τι πρὸ αὐτῶν τὸ συνάγον = al-šayʾu l-ǧāmiʿu lahā
- συνάγω (act. part.) Proclus El. theol. τὸ συνάγον = al-šayʾu l-ǧāmiʿu lahā
- συναγωγός
- συναγωγός (adj.) Porph. Isag.
- συνδυάζω
- συνδυάζω (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- συνδυάζω (gerund) Arist. Gener. anim. συνδυάζεσθαι = yuǧāmiʿu wa yasfadu
- σύνειμι
- σύνειμι (verb) Artem. Onirocr.
- σύνειμι (verb) Artem. Onirocr.
- συνιζάνω
- συνιζάνω (verb) Artem. Onirocr. yuǧāmiʿahā
- συνουσία
- συνουσία (noun) Artem. Onirocr.
- συνουσία (noun) Artem. Onirocr.