Lookup cumulative lexical entry: حمل
- αἴρω
- αἴρω (verb) Arist. Cael.
- αἴρω (verb) Arist. Cael.
- ἀντικατηγορέω
- ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. tukāfī fī l-ḥamli
- ἀντικατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ ἀλλήλων ἀντικατηγορεῖσθαι = anna aḥadahumā yukāfiʾu fī l-ḥamli
- ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. fa-innahā tukāfiʾu fī l-ḥamli
- ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. tukāfiʾu fī l-ḥamli
- βαστάζω
- βαστάζω (verb) Artem. Onirocr. wa-yaḥmilu
- βαστάζω (verb) Artem. Onirocr. wa-taḥmilu
- βαστάζω (verb) Artem. Onirocr.
- βλαστός
- βλαστός (noun) Artem. Onirocr.
- γένεσις
- γένεσις (noun) Arist. Gener. anim.
- διακομίζω
- διακομίζω (verb) Arist. Gener. anim.
- διδυμοτοκέω
- διδυμοτοκέω (verb) Arist. Gener. anim. ḥamalat tawʾamayni
καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις τὰ διδυμοτοκούμενα θῆλυ καὶ ἄρρεν ἧττον σώζεται Arist. Gener. anim. IV 6, 775a23 = wa-iḏ ḥamalna l-nisāʾu tawʾamayni wa-kāna aḥadahumā ḏakaran wa-l-āḫaru unṯā fa-salāmatuhumā dūna salāmati ġayrihimā 165.1 - ἐπέτειος
- ἐπέτειος (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ ἐπέτεια = al-nabātu allaḏī yaḥmilu ḥamlan sanatan
- ἐπέτειος (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ ἐπέτεια = al-nabātu allaḏī yaḥmilu ḥamlan sanatan
- ἐπικυέω
- ἐπικυέω (pass. part.) Arist. Hist. anim. τὰ ἐπικυηθέντα = ḥamala marratan baʿḍa marratin
- ἐπικυίσκομαι
- ἐπικυίσκομαι (verb) Arist. Gener. anim. yaḥmilu baʿdu ḥamlihi
- ἐπικυίσκομαι (verb) Arist. Gener. anim. yaḥmilu baʿdu ḥamlihi
- εὐεκτικός
- εὐεκτικός (adj.) Arist. Gener. anim. taḥmilu laḥman kaṯīran
- κατηγορέω
- κατηγορέω (verb) Alex. qu. I 11a [Univ.]
- κατηγορέω (gerund) Alex. qu. I 11a [Univ.] ἐστιν ἐν τῷ...κατηγορεῖσθαι
- κατηγορέω (verb) Arist. An. post. κατηγορηθῇ = ḥumila
- κατηγορέω (gerund) Arist. An. post. ὥστε...κατηγορεῖσθαι = ḥattā innamā tuḥmala
- κατηγορέω (pass. part.) Arist. An. post. τὰ κατηγορούμενα = allatī taḥmalu
- κατηγορέω (verb) Arist. Cat. κατηγορηθήσεται = mā maḥmūlun
- κατηγορέω (verb) Arist. Cat.
- κατηγορέω (verb) Arist. Int.
- κατηγορέω (verb) Arist. Int.
- κατηγορέω (pass. part.) Arist. Int.
- κατηγορέω (gerund) Arist. Int. κατηγορεῖσθαι
- κατηγορέω (verb) Arist. Int.
- κατηγορέω (verb) Arist. Int.
- κατηγορέω (verb) Arist. Int.
- κατηγορέω (pass. part.) Porph. Isag. τῶν κατηγορουμένων = al-ašyāʾu llatī tuḥmalu
- κατηγορέω (pass. part.) Porph. Isag. ἀπὸ τῶν ὡς εἰδῶν κατηγορουμένων ἢ ὡς ἰδίων = mā yuḥmalu ka-ḥamli l-anwāʿi wa-l-ḫawāṣṣa
- κατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ κατηγορεῖσθαι
- κατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ κατηγορεῖσθαι
- κατηγορία
- κατηγορία (noun) Arist. An. post. ὡς κατηγορίαν = ka-l-ḥamli
- κατηγορία (noun) Arist. An. post. τὰς κατηγορίας = al-ḥumūlu
- κατηγορία (noun) Arist. An. post. αἱ κατηγορίαι
- κατηγορία (noun) Arist. Cat.
- κριός
- κριός (noun) Hyps. Anaph.
- κυέω
- κυέω (verb) Arist. Gener. anim. κύει
- κύημα
- κύημα (noun) Arist. Gener. anim.
- κύημα (noun) Arist. Gener. anim. τὰ μὲν δύναται τὰ κυήματα ἐκτρέφειν, τὰ δὲ ... οὐ = wa min ḏālika l-ṣinfi mā yaqwā ʿalā tarbiyati l-ḥamli wa minhu mā lā yaqwā ʿalā ġiḏāʾihi wa tarbiyatihi
- κύησις
- κύησις (noun) Arist. Gener. anim. πρὸς τὸν γιγνόμενον ὄγκον ἐν τῇ κυήσει = li-l-mawlūdi wa-mā yaḥmilu fī-l-baṭni
- κύησις (noun) Arist. Gener. anim. μίγνυται ὧν ἴσοι οἱ χρόνοι καὶ ἐγγὺς αἱ κυήσεις, καὶ τὰ μεγέθη τῶν σωμάτων μὴ πολὺ διέστηκεν = ǧāmaʿat ināṯun wa-ḏukūratun ... muttafiqan bi-zamāni l-ḥamli aw-muqāriban maʿa ittifāqi iʿẓāmi l-aǧsādi allatī laysa baynahā buʿdun kaṯīrun
- κύησις (noun) Arist. Gener. anim. ἐν τῇ κυήσει = fī awāni l-ḥamli
- κύησις (noun) Hippocr. Superf.
- κυίσκομαι
- κυίσκομαι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- κυίσκομαι (pass. part.) Arist. Gener. anim.
- κυίσκομαι (verb) Hippocr. Superf.
- κύω
- κύω (verb) Arist. Gener. anim. ἐνιαυτόν κύει = taḥmilu sanatan kāmilatan
- μετατίθημι
- μετατίθημι (verb) Artem. Onirocr. yaḥmilūnahu min makānihi
- μεταφέρω
- μεταφέρω (gerund) Arist. Gener. anim.
- μεταφέρω (gerund) Galen In De off. med. μεταφέρειν
- ὀχεία
- ὀχεία (noun) Arist. Gener. anim.
- ὀχέω
- ὀχέω (verb) Arist. Cael.
- ὄχησις
- ὄχησις (noun) Arist. Phys.
- πολυκαρπέω
- πολυκαρπέω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὰ πολυκαρπήσαντα = yukaṯṯiru ḥamlu l-ṯamari
- πράττω
- πράττω (verb) Artem. Onirocr.
- προσβιάζομαι
- προσβιάζομαι (verb) Arist. Gener. anim. ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζεν = wa iḏā ḥamala l-raǧulu ʿalā nafsihi fī kaṯīrati l-ǧimāʿi
- ῥήγνυμι
- ῥήγνυμι (verb) Artem. Onirocr. yaḥmilu anfusahum
- συλλαμβάνω
- συλλαμβάνω (verb) Arist. Gener. anim.
- συλλαμβάνω (act. part.) Arist. Gener. anim. τὸ πρῶτον ταράττοται συλλαβοῦσαι μᾶλλον αἱ γυναῖκες = wa-awwalan mā yaḥmilna l-nisāʾu yaqlaqna qalaqan šadīdan
- συλλαμβάνω (gerund) Arist. Gener. anim. ἄνευ τῆς τοῦ ἄρρενος προέσεως ἐν τῇ συνουσίᾳ ἀδύνατον συλλαβεῖν = wa laysa yumkinu an yakūna ḥamalun min qabla irādati l-ḏakari wa-ilqāyihi zarʿan
- συλλαμβάνω (verb) Arist. Hist. anim. ʿaliqa wa ḥamala
- συλλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. ḥamilahā
- συλλαμβάνω (verb) Ps.-Plut. Placita
- τοκετός
- τοκετός (noun) Arist. Gener. anim. ἐνιαύσιος ὁ τοκετός = ḥamlu...sanatan
- τοκετός (noun) Arist. Gener. anim.
- τόκος
- τόκος (noun) Arist. Gener. anim.
- ὑπόκειμαι
- ὑπόκειμαι (pass. part.) Proclus El. theol. ὑποκείμενον
πάντα τὰ ἐν τοῖς μετέχουσιν ὑποκειμένων ἔχοντα λόγον Proclus El. theol. 72: 68.17 = kullu ḥāmilin yaqwī ʿalā ḥamli ašyāʾin kaṯīratin 72.1 - φέρω
- φέρω (verb) Arist. Eth. Nic. φέρω τι
πολλοὺς ... μισθοὺς καὶ μεγάλους δικαίως ἔφερον Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b6 = bi-ḥaqqin mā kānat tuḥmalu aymān kaṯīratun wa-ʿaẓīmatun 571.4 - φέρω (verb) Arist. Gener. anim. φέρει καρπόν = yaḥmilu ṯamaratan
- φέρω (verb) Artem. Onirocr.
- φέρω (gerund) Hippocr. Off. med. φέρειν
- φορά
- φορτίον
- φορτίον (noun) Artem. Onirocr. ḥimlihim
- χρεμετιστικός
- χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ χρεμετιστικόν = ḥamlu l-ṣahīli