Lookup cumulative lexical entry: ذائب
- ἀπόρρυτος
- ἀπόρρυτος (adj.) Galen An. virt.
- τηκτός
- τηκτός (adj.) Arist. Meteor.
- τηκτος / τηκω
- τήκω
- τήκω (verb) Arist. Meteor. τήκομαι
- χυτός
- χυτός (adj.) Ps.-Arist. Div. πᾶν τὸ χυτόν = sāʾiru l-ḏāʾibāti wa-l-ǧāriyāti