Lookup cumulative lexical entry: شتوي
- ἐτησίαι
- ἐτησίαι (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ ἐτησίαι (sc. ἄνεμοι) = al-riyāḥu l-šatawiyyatu
- ἐτησίαι (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ ἐτησίαι (sc. ἄνεμοι) = al-riyāḥu l-šatawiyyatu
- ἐτησίαι (noun) Ps.-Plut. Placita οἱ ἐτησίαι (sc. ἄνεμοι) = al-riyāḥu l-šatawiyyatu
- χειμερινός
- χειμερινός (adj.) Hippocr. Aer.
- χειμερινός (adj.) Hippocr. Aer.
- χειμερινός (adj.) Hippocr. Aer.
- χειμερινός (adj.) Hippocr. Nat. hom.
- χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός (sc. τροπικός) = al-munqalabu l-šatawiyyu
- χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός τροπικός = al-munqalabu l-šatawiyyu
- χειμερινός (adj.) Ps.-Plut. Placita ὁ χειμερινός (sc. τροπικός) = al-munqalabu l-šatawiyyu
- χειμερινός (adj.) Ptol. Hypoth. nuqṭatu l-inqilābi l-šatawiyyi
- χειμερινός (noun) Ptol. Hypoth. τοὺ χειμερινοῦ = al-munqalabu l-šatawiyyu
- χειμέριος
- χειμέριος (adj.) Hippocr. Aer.
- χειμών
- χειμών (noun) Arist. Metaph. rīḥun ʿāṣifun šitawīyun