Lookup cumulative lexical entry: قرميد
- θριγκός
- θριγκός (noun) Arist. Phys. τὸν θριγκὸν ἢ τὴν κεραμίδα = faršun bi-l-qarāmīdi wa-ʿamalu ifrīzihī
εἰ τὴν τελείωσιν τῆς οἰκίας, τὸν θριγκὸν ἢ τὴν κεραμίδα, φήσομεν ἀλλοίωσιν εἶναι, [ἢ] θριγκουμένης τῆς οἰκίας ἢ κεραμιδουμένης ἀλλοιοῦσθαι τὴν οἰκίαν. Arist. Phys. VII 3, 246a26 (textus alter) = wa-ḏālika annā in qulnā inna kamāla l-bayti - llaḏī huwa faršun bi-l-qarāmīdi wa-ʿamalu ifrīzihī - stiḥālatun, qulnā fī l-bayti iḏā furiša wa-ʿumila lahu ifrīzuhū innahū qad istaḥala 760.5
- κεραμίς
- κεραμίς (noun) Arist. Phys. τὸν θριγκὸν ἢ τὴν κεραμίδα = faršun bi-l-qarāmīdi wa-ʿamalu ifrīzihī
εἰ τὴν τελείωσιν τῆς οἰκίας, τὸν θριγκὸν ἢ τὴν κεραμίδα, φήσομεν ἀλλοίωσιν εἶναι, [ἢ] θριγκουμένης τῆς οἰκίας ἢ κεραμιδουμένης ἀλλοιοῦσθαι τὴν οἰκίαν. Arist. Phys. VII 3, 246a26 (textus alter) = wa-ḏālika annā in qulnā inna kamāla l-bayti - llaḏī huwa faršun bi-l-qarāmīdi wa-ʿamalu ifrīzihī - stiḥālatun, qulnā fī l-bayti iḏā furiša wa-ʿumila lahu ifrīzuhū innahū qad istaḥala 760.5
The database query could not be executed.