Lookup cumulative lexical entry: محلّل
- ἄκοπος
- ἄκοπος (adj.) Diosc. Mat. med.
- ἄκοπος (noun) Diosc. Mat. med. παντὸς δὲ ἀκόπου = al-adhānu l-muḥallilatu li-l-iʿyāʾi
Diosc. Mat. med. I, 53.9 sem. etym. Dubler/Terés II, 56.9-10 - ἀναστομωτικός
- ἀναστομωτικός (adj.) Diosc. Mat. med. mufattiḥun li-... muḥallilun li-
- ἀραιωτικός
- ἀραιωτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- διαλυτικός
- διαλυτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- διαλύω
- διαλύω (verb) Arist. Meteor.
- διαφορητικός
- διαφορητικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- διαφορητικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- καταρρηκτικός
- λυτικός
- λυτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- πληρωτικός
- πληρωτικός (adj.) Diosc. Mat. med.
- σπλαγχινκός
- σπλαγχινκός (adj.) Diosc. Mat. med.