Lookup cumulative lexical entry: مسير
- βραδυπορέω
- βραδυπορέω (gerund) Ps.-Plut. Placita τὸ βραδυπορεῖν = masīrun kāna baṭīʾan
διὰ τὸ βραδυπορεῖν τὸν ἥλιον τὴν ἡμέραν, ὁπόση νῦν ἐστιν ἡ δεκάμηνος Ps.-Plut. Placita 427a20 = ʿalā ḥasabi masīri l-šamsi ... fa-innahū kāna baṭīʾan bi-miqdāri ʿašarati ašhurin fī hāḏā l-zamāni 71.1-2 - δρόμος
- δρόμος (noun) Ps.-Plut. Placita
- ἰσόδρομος
- ἰσόδρομος (adj.) Ps.-Plut. Placita sāwā fī masīrihi
- ὁδοιπορέω
- ὁδοιπορέω (gerund) Galen In De off. med. τὸ ὁδοιπορεῖν = al-masīru fī l-ṭuruqi
- ὁδοιπορέω (gerund) Galen In De off. med. τὸ ὁδοιπορεῖν
- ὁδοιπορέω (gerund) Hippocr. Off. med. ὁδοιπορέειν = masīrun fī l-ṭarīqi
- ὁδοιπορία
- ὁδοιπορία (noun) Galen In De off. med.
- πάροδος
- πάροδος (noun) Ps.-Plut. Placita masīrun wa-murūrun
- περίδρομος
- περίδρομος (noun) Ps.-Plut. Placita
- πορεία
- πορεία (noun) Aelian. Tact. ἐν πορείαις = ʿinda l-masīri fī waqti l-raḥīli
- πορεία (noun) Arist. Phys.
- προποδισμός
- προποδισμός (noun) Nicom. Arithm.
- ὑπέρχομαι
- ὑπέρχομαι (pass. part.) Ps.-Plut. Placita bi-masīrin … taḥtahā