Lookup cumulative lexical entry: وهم
- διάνοια
- διάνοια (noun) Arist. Metaph.
- ἔννοια
- ἔννοια (noun) Porph. Isag. mā yaqūmu fī l-wahmi
- ἐπινοέω
- ἐπινοέω (verb) Ps.-Plut. Placita ἐπινοέομαι = naḍaʿa fī awhāminā anna
- ἐπίνοια
- ἐπίνοια (noun) Porph. Isag.
- κατανοέω
- κατανοέω (verb) Ptol. Hypoth. li-yakūna taṣawwuruhā fī awhāminā
- κατανοέω (verb) Ptol. Hypoth. li-yakūna taṣawwuruhā fī awhāminā
- νόησις
- νόησις (noun) Arist. Phys.
- νόησις (noun) Arist. Phys. ἐπὶ τῆς νοήσεως = fī l-wahmi
- προεπινοέω
- προεπινοέω (verb) Porph. Isag. waqaʿa fī l-wahmi qabla
- συνεπινοέω
- συνεπινοέω (verb) Galen In De off. med. yaqaʿu fī l-wahmi
- φαίνω
- φαίνω (verb) Arist. Cat. φαίνεται = wa-qad yūhamu
- φαντασία
- φαντασία (noun) Arist. Metaph. al-taṣawwuru ... fī l-wahmi