Lookup cumulative lexical entry: اجتمع
- ἀγείρω
- ἀγείρω (verb) Artem. Onirocr. ἀγείρομαι
- ἀθροίζω
- ἀθροίζω (verb) Arist. Gener. anim.
- ἀθροίζω (verb) Hippocr. Aer.
- ἀθροίζω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- ἀθροίζω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἀλλήλων
- ἀλλήλων (pronoun) Nicom. Arithm. ἐπισωρεύονται ἀλλήλοις = al-aʿdādu...fa-yaǧtamiʿu
- ἅμα
- ἅμα (adv.) Arist. Cael. ἅμα ὑπάρχειν
- ἀπογίγνομαι
- ἀπογίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. al-aʿdādu llatī taǧtamiʿu
- ἀποτελέω
- ἀποτελέω (verb) Nicom. Arithm.
- ἀποτελέω (verb) Nicom. Arithm. allatī taǧtamiʿu minhā wa-tawalladu ʿanhā
- ἀποτελέω (verb) Nicom. Arithm. fa-mā iǧtamaʿa
- ἀποτελέω (verb) Nicom. Arithm. fī mā iǧtamaʿa
- γέμω
- γέμω (verb) Arist. Gener. anim.
- γεννάω
- γεννάω (pass. part.) Nicom. Arithm. γεννώμενοι = fa-yakūnu mā yaǧtamiʿu
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. yakūnu mā yaǧtamiʿu
- γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. fa-mā iǧtamaʿa
- γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. fa-mā iǧtamaʿa
- γίγνομαι (verb) Ps.-Plut. Placita iǧtamaʿa li-...
- γίνομαι
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἐκλαμβάνω
- ἐκλαμβάνω (verb) Diosc. Mat. med.
- ἐπισυνάγω
- ἐπισυνάγω (act. part.) Ps.-Plut. Placita
- ἐπισωρεύω
- ἐπισωρεύω (verb) Nicom. Arithm. ἐπισωρεύονται ἀλλήλοις = al-aʿdādu...fa-yaǧtamiʿu
- ἐπισωρεύω (verb) Nicom. Arithm. allatī iǧtamaʿat fī
- θέατρον
- θέατρον (noun) Arist. Eth. Nic. ἐν τοῖς θεάτροις = fī l-maǧāmiʿi llatī tuǧtamaʿu [fīhā] l-naẓaru
- κοινωνέω
- κοινωνέω (act. part.) Proclus El. theol. τὰ κοινωνοῦντα = l-ašyāʾu ... iḏā mā ǧtamaʿat
εἰ γὰρ γίνοιτο ἓν ἃ μὴ ἔστιν ἓν καθ' αὑτά, συνιόντα δήπου καὶ κοινωνοῦντα ἀλλήλοις γίνεται ἕν Proclus El. theol. 3: 4.4 = wa-ḏālika annahū in ṣārati l-ašyāʾu llatī laysat bi-ḏātihā wāḥidatan wāḥidan fa-innamā takūnu wāḥidan iḏā mā ǧtamaʿat wa-ttaṣala baʿḍuhā bi-baʿdin 3.3 - περιλαμβάνω
- περιλαμβάνω (verb) Ps.-Plut. Placita περιλαμβάνομαι
- πιέζω
- πιέζω (verb) Ps.-Plut. Placita πιέζομαι c. πρός c. acc. = iǧtamaʿa ilā
- πλεονάζω
- πλεονάζω (verb) Arist. Gener. anim.
- πλημμύρω
- πλημμύρω (verb) Ps.-Plut. Placita
- πρόσθεσις
- πρόσθεσις (noun) Ps.-Plut. Placita κατὰ πρόσθεσιν τιθείη ...
- προσλαμβάνω
- προσλαμβάνω (verb) Ps.-Plut. Placita iǧtamaʿa ilā
- προστίθεμαι
- προστίθεμαι (pass. part.) Arist. Rhet.
- σπεύδω
- σπεύδω (verb) Proclus El. theol. lā tasruʿu ... aw lā taǧtamiʿu
ἀντικείμενα γὰρ οὐ σπεύδει εἰς ἄλληλα Proclus El. theol. 5: 6.13 = al-mutaḍāddatu lā tasruʿu ilā širkati baʿḍuhā min baʿḍin aw lā taǧtamiʿu l-battata 5.31 - συγκεράννυμι
- συγκεράννυμι (verb) Ps.-Plut. Placita iǧtamaʿa wa-mtazaǧa maʿan
- συγκρίνω
- συγκρίνω (pass. part.) Arist. Phys. συγκρινόμενα ... καὶ διακρινόμενα = yuǧtamaʿu aw yufarraqu
- συλλέγω
- συλλέγω (gerund) Hippocr. Nat. hom. συλλέγεσθαι
- συλλέγω (gerund) Hippocr. Nat. hom. συλλέγεσθαι
- συμμείγνυμι
- συμμείγνυμι (verb) Arist. Gener. anim. συμμίγνυται
- συμπιλέω
- συμπιλέω (verb) Arist. Phys. ἂν μὴ συμπιλῆται = in lam yaǧtamiʿ
- συμπίπτω
- συμπίπτω (verb) Arist. Gener. anim. yaǧtamiʿu ilā ḏātihi
- συμπίπτω (verb) Arist. Gener. anim. iǧtamaʿat ilā ḏātihi
- συμπίπτω (act. part.) Hippocr. Superf. ξυμπεσὸν = yaǧtamiʿu
- συναγελάζομαι
- συναγελάζομαι (verb) Artem. Onirocr.
- συναγελάζομαι (verb) Artem. Onirocr.
- συνάγω
- συνάγω (act. part.) Arist. Rhet. iǧtamaʿa c. ilā
- συνάγω (verb) Artem. Onirocr.
- συνάγω (verb) Proclus El. theol. εἰ δὲ αὐτὰ (sc. τὰ συνιόντα καὶ κοινωνοῦντα) συνάγει ἑαυτά = in kāna bi-aʿyānihumā yaštarikāni wa-yaǧtamiʿāni
τὰ συνιόντα καὶ κοινωνοῦντά πῃ ἀλλήλοις εἰ μὲν ὑπ' ἄλλου συνάγεται ..., εἰ δὲ αὐτὰ συνάγει ἑαυτά ... Proclus El. theol. 5: 6.12 = in kāna l-ištirāku wa-l-iǧtimāʿu fī l-ašyāʾi l-muštarikati wa-l-muǧtamiʿati ... min āḫara huwa ġayrihimā …, wa-in kānā bi-aʿyānihumā yaštarikāni wa-yaǧtamiʿāni … 5.30 - συνάγω (verb) Ps.-Plut. Placita συνάγομαι
- συναθροίζω
- συναθροίζω (pass. part.) Arist. Gener. anim. συναθροισθέν
- συναθροίζω (verb) Ps.-Plut. Placita
- συναθροίζω (verb) Ps.-Plut. Placita
- συνδυάζω
- συνδυάζω (pass. part.) Arist. Gener. anim. συνδεδυασμένος
- σύνειμι
- σύνειμι (act. part.) Arist. Gener. anim. συνιόντα
- σύνειμι (act. part.) Arist. Gener. anim. τῇ συνουσίᾳ
- σύνειμι (gerund) Arist. Phys. συνιέναι = an yaǧtamiʿa
- σύνειμι (act. part.) Arist. Phys. συνιών
- σύνειμι (verb) Porph. Isag.
- συνέρχομαι
- συνέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- συνέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- συνέρχομαι (verb) Arist. Cael.
- συνέρχομαι (verb) Arist. Gener. anim.
- συνέρχομαι (verb) Ps.-Plut. Placita συνέρχομαι c. dat. = iǧtamaʿa maʿa
- συνίημι
- συνίημι (verb) Hippocr. Aer. ξυνῆκται
- συντίθημι
- συντίθημι (pass. part.) Arist. Phys. συντιθέμενος = iḏā ǧtamaʿa
- συντίθημι (verb) Porph. Isag.
- συντρέχω
- συστέλλω
- συστέλλω (verb) Ps.-Plut. Placita takāṯafa wa-ǧtamaʿa
- σωρεύω
- σωρεύω (verb) Arist. Rhet. σωρεύω c. πρὸς = iǧtamaʿa c. ilā
- τιθημι
- τιθημι (verb) Ps.-Plut. Placita κατὰ πρόσθεσιν τιθείη ...
- ὑδρωπιάω
- ὑδρωπιάω (verb) Hippocr. Aer. ὑδρωπιήσωσιν = taǧtamiʿu...al-māʾa l-aṣfara
- φέρω
- φέρω (verb) Ps.-Plut. Placita φέρομαι c. ἐπί c. acc. = iǧtamaʿa ilā