Lookup cumulative lexical entry: احدث
- ἀπεργάζομαι
- ἀπεργάζομαι (verb) Galen An. virt.
- ἀπογεννάω
- ἀπογεννάω (gerund) Porph. Isag.
- ἀποτελέω
- ἀποτελέω (verb) Nicom. Arithm. ἀποτελεσθείη ἂν = al-šaklu llaḏī yuḥdiṯu min
- ἀποτελέω (verb) Porph. Isag.
- ἀποτελέω (verb) Porph. Isag.
- ἀποτελέω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ἅπτω
- ἅπτω (verb) Diosc. Mat. med. ἅπτεται... κάρον επιφέρων = yuḥdiṯu isbātan
- διψωδης
- διψωδης (adj.) Hippocr. Diaet. acut. yuḥdiṯu ʿatašan
- εἰδοποιός
- εἰδοποιός (adj.) Porph. Isag. aḥdaṯa l-nawʿa
- ἑλκώδες
- ἑλκώδες (adj.) Hippocr. Diaet. acut. aḥdaṯa qurūḥan
- εμοιεω
- ἐμποιέω
- ἐμποιέω (verb) Arist. Rhet.
- ἐμποιέω (verb) Galen An. virt.
- ἐμποιέω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ἐμποιέω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ἐξ
- ἐξ (particle) Porph. Isag. τοῦ ἐξ αὐτῆς εἴδους κατηγορηθήσεται = annahū yuḥmalu ʿalā l-nawʿi llaḏī ʿanhū tuḥdaṯu
- ἐπισκοτέω
- ἐπισκοτέω (verb) Alex. An. mant. [Vis.] periphr.; aḥdaṯa ẓillan
- ἐπισκοτέω (gerund) Alex. An. mant. [Vis.] τοῦ ἐπισκοτεῖνν πεφύκοτος = al-ǧismu llaḏī min šaʾnihi an yuḥdiṯa ẓillan
- ἐπισκοτέω (gerund) Alex. An. mant. [Vis.] τοῦ ἐπισκοτεῖνν πεφύκοτος = al-ǧismu llaḏī min šaʾnihi an yuḥdiṯa ẓillan
- ἐπιφέρω
- ἐπιφέρω (act. part.) Diosc. Mat. med. ἅπτεται... κάρον επιφέρων = yuḥdiṯu isbātan
- ἐπιφέρω (verb) Galen In De off. med.
- ἐργάζομαι
- ἐργάζομαι (verb) Diosc. Mat. med. κώφωσιν ἐργάζεται = aḥdaṯa ṣamaman
- ἑταιρικός
- ἑταιρικός (adj.) Ps.-Arist. Div. tuḥdiṯuhā l-ʿišratu wa-l-ṣadāqatu
- κατασκευάζω
- κατασκευάζω (verb) Ps.-Plut. Placita
- παρέχω
- παρέχω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ποιέω
- ποιέω (verb) Arist. An. post. οὐ γὰρ ποιήσει ἐπιστήμην = iḏ yuḥdiṯu ʿilman
- ποιέω (gerund) Arist. An. post. σκιάν μὴ δύνασθαι ποιεῖν = lā yumkinu an yuḥdaṯa ẓillan
- ποιέω (verb) Arist. Rhet.
- ποιέω (verb) Arist. Rhet.
- ποιέω (verb) Galen An. virt.
- ποιέω (verb) Hippocr. Aphor.
- ποιέω (verb) Porph. Isag.
- ποιέω (verb) Porph. Isag.
- ποιέω (verb) Porph. Isag.
- ποιέω (verb) Ps.-Plut. Placita
- ποιητικός
- ποιητικός (adj.) Galen An. virt. ποιητικὸς εἶναι
- ποιητικός (adj.) Nicom. Arithm. ποιητικὰ εἶναι
- ποιητικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- πράττω
- πράττω (verb) Artem. Onirocr.
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Artem. Onirocr.
- συνίστημι (verb) Porph. Isag.