Lookup cumulative lexical entry: اختيار

  1. αἵρεσις
  2. αἱρετός
  3. αἱρέω
  4. ἀκούσιος
  5. ἀπροαίρετος
  6. ἀριστοκρατία
  7. ἐκλέγω
  8. ἐκλογή
  9. ἐξουσία
  10. ὄρεξις
  11. προαιρέομαι
  12. προαίρεσις
  13. προαιρετός
    • προαιρετός (adj.) Arist. Phys. τῶν προαιρετῶν τοῖς ἔχουσι προαίρεσιν = mimman lahū l-iḫtiyāru ʿan iḫtiyārin minhū
  14. προαιρέω
  15. προκρίνω
The database query could not be executed.