Lookup cumulative lexical entry: استحال
- ἀδύνατος
- ἀδύνατος (adj.) Arist. Phys. ἀδύνατον = yastaḥīlu an
- ἀλλοιοῦμαι
- ἀλλοιοῦμαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
- ἀλλοιοῦμαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
- ἀλλοιοῦμαι (pass. part.) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ ἀλλοιούμενον = al-shayʾ allaḏī staḥāla
- ἀλλοιοῦμαι (verb) Arist. Cat.
- ἀλλοιοῦμαι (verb) Arist. Cat.
- ἀλλοιόω
- ἀλλοιόω (gerund) Ps.-Plut. Placita ἀλλοιωθῆναι
- αλλοιοω Them. In De an.
- ἀλλοιωτός
- ἀλλοιωτός (adj.) Arist. Cael. yastaḥīlu wa-yataġayyaru
- ἀλλοιωτός (adj.) Arist. Cael. yastaḥīlu wa-yataġayyaru
- ἄλλως
- ἄλλως (adv.) Arist. Cael. ἄλλως ἔχειν
- ἄλλως (adv.) Arist. Cael. ἄλλως ἔχειν
- ἄλλως (adv.) Arist. Cael. ἄλλως ἔχειν = istaḥāla wa-taġayyara
- ἄλλως (adv.) Arist. Cael. ἄλλως ἔχειν
- ἄλλως (adv.) Arist. Cael. ἄλλως ἔχειν
- ἄλλως (adv.) Arist. Cael. ἄλλως ἔχειν = istaḥāla wa-taġayyara
- ἀμετάβλητος
- ἀμετάβλητος (adj.) Arist. Cael. lā yataġayyaru...lā yataġayyaru wa-lā yastaḥīlu
- ἀμετάβλητος (adj.) Arist. Cael. lā yataġayyaru...lā yataġayyaru wa-lā yastaḥīlu
- ἀμετάβλητος (adj.) Proclus El. theol. εἰ ... ἀμετάβλητον ... μένοι = in lam tastaḥil wa-lam tataġayyar wa-kānat ʿalā ḥālin wāḥidatin
- ἀμετάβλητος (adj.) Ps.-Plut. Placita lā yastaḥīlu ilā
- ἀμετακίνητος
- ἀμετακίνητος (adj.) Nicom. Arithm. allaḏī...lā yastaḥīlu
- ἀμετακίνητος (adj.) Nicom. Arithm. ἄπταιστον καὶ ἀμετακίνητον = allaḏī lā yataġayyaru wa-lā yastaḥīlu
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Arist. Metaph.
- διακρίνω
- διακρίνω (verb) Ps.-Plut. Placita διακρίνομαι
- μεθίστημι
- μεθίστημι (verb) Hippocr. Aer. μεθίσταται
- μεταβαίνω
- μεταβαίνω (verb) Arist. Cael.
- μεταβάλλω
- μεταβάλλω (verb) Ps.-Plut. Placita istaḥāla ilā
- μεταβάλλω (verb) Ps.-Plut. Placita
- μεταβολή
- μεταβολή (noun) Arist. Cael. istaḥāla wa-taġayyara
- μεταβολή (noun) Arist. Cael. istaḥāla wa-taġayyara
- μεταλλάσσω
- μεταλλάσσω (gerund) Hippocr. Nat. hom. μεταλλάσσειν
- μεταμείβω
- μεταμείβω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita μεταμειβόμενος = istaḥāla ilā
- πρόκατεργάζομαι
- πρόκατεργάζομαι (verb) Galen An. virt. istaḥāla wa-taġayyara
- συναλλοιοω
- τρεπτός
- τρεπτός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- ὑφίστημι
- ὑφίστημι (verb) Ps.-Plut. Placita ὑφίσταμαι