Lookup cumulative lexical entry: استعارة
- καταχρηστικός
- καταχρηστικός (adv.) Diosc. Mat. med. καταχρηστικῶς = بالاستعارة
- καταχρηστικός (adj.) Ps.-Plut. Placita καταχρηστικῶς = bi-stiʿārati
- μεταφορά
- μεταφορά (noun) Arist. An. post. al-istiʿāratu wa-l-tašbīhu
- μεταφορά (noun) Arist. Metaph. μεταφορᾷ = bi-nawʿi l-istiʿārati
- μεταφορά (noun) Galen In De off. med. al-istiʿāratu wa-l-tašbīhu