Lookup cumulative lexical entry: استفراغ
- διαχωρητικός
- διαχωρητικός (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. διαχωρητικώτερος = akṯaru istifrāġan
- εὔκριτος
- εὔκριτος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. εὐκριτώτερος = aḥsanu istifrāġan
- κάθαρσις
- κάθαρσις (noun) Arist. Metaph.
- κένωσις
- κένωσις (noun) Galen An. virt. αἵματος κένωσις = istifrāġu l-dami
- κένωσις (noun) Hippocr. Aphor.
- κένωσις (noun) Hippocr. Nat. hom.
- κένωσις (noun) Hippocr. Nat. hom.
- σύμπτωσις
- σύμπτωσις (noun) Hippocr. Aphor.
μηδὲ τὰς συμπτώσιας ἐς τὸ ἔσχατον ἄγειν Hippocr. Aphor. I 3 = lā yabluġu fī stifrāġihī l-ġāyata l-quṣwā 2.9 - ὑπερκάθαρσις
- ὑπερκάθαρσις (noun) Hippocr. Nat. hom. afraṭa l-istifrāġa bi-l-qayʾi wa-l-ishāli