Lookup cumulative lexical entry: اسكن
- εγκατοικιζω
- ἥμερος
- ἥμερος (adj.) Galen An. virt. ἡμερώτερος
- ἥμερος (adj.) Galen An. virt.
- ἤπιος
- ἤπιος (adj.) Galen An. virt. ἠπιώτερος
- κατοικίζω
- κατοικίζω (verb) Galen An. virt.
- κατοικίζω (verb) Galen An. virt.
- κατοικιζω Them. In De an.
- πραύνω
- πραύνω (verb) Diosc. Mat. med. nafaʿa min... wa-yuskinu