Lookup cumulative lexical entry: اعْتِدال
- ἄμετρος
- ἄμετρος (adj.) Artem. Onirocr. al-muǧāwizu li-l-iʿtidāli
- ἄμετρος (adj.) Galen An. virt. ʿalā ġayri l-iʿtidāli
- ἄμετρος (adj.) Galen An. virt.
πυρέττει μὲν τὸ ζῷον ἐν ταῖς τοῦ πυρὸς ἀμέτροις ὑπεροχαῖς Galen An. virt. 45.17 = iḏ kāna (sc. baʿdanu l-ḥayawāni) ... in kānati l-nāru l-muǧāwizata fīhi li-l-iʿtidāli ḥumma 19.15 - αμετρος Them. In De an.
- ἀνάλογον
- ἀνάλογον (adv.) Arist. Rhet. ἐκ τοῦ ἀνάλογον = paraphr.; istiwāʾu l-maqādīri wa-ʿtidālahā
- ἀσυμμετρία
- ἀσυμμετρία (noun) Nicom. Arithm. al-ḫurūǧu ʿan al-iʿtidāli
- ἀσύμμετρος
- ἀσύμμετρος (adj.) Arist. An. post. ἀσύμμετρα = ʿalā ġayri ʿtidāli
- ἀσύμμετρος (adj.) Arist. Gener. anim. σύμμετρον ἢ ἀσύμμετρον = iʿtidālun...aw ġayru l-iʿtidāli
- διάστημα
- διάστημα (noun) Arist. Gener. anim. ἐν τῷ μεταξὺ διαστήματι = al-iʿtidālu allaḏī fī-mā bayna
- εὐκρασία
- εὐκρασία (noun) Galen An. virt.
- εὐκρασία (noun) Ps.-Plut. Placita
- εὔρυθμος
- εὔρυθμος (adj.) Artem. Onirocr. iʿtidālun min aǧzāʾihim
- ἰσημερινός
- ἰσημερινός (noun) Ptol. Hypoth. τῶν ἰσημερινῶν... τὸ... μετοπωρινόν = nuqṭatu l-iʿtidāli l-ḫarīfī
- ἰσημερινός (noun) Ptol. Hypoth. τῶν ἰσημερινῶν...τὸ... ἐαρινόn = nuqṭatu l-iʿtidāli l-rabīʿī
- ἰσημερινός (noun) Ptol. Hypoth. ἰσημερινά = nuqṭatay al-iʿtidāli
- μέτριος
- μέτριος (adj.) Galen An. virt. τοῦ μετρίου = bi-iʿtidālin
- μέτριος (adj.) Galen In De off. med. bi-iʿtidālin
- μετριότης
- μετριότης (noun) Hippocr. Aer.
- μετριότης (noun) Hippocr. Aer.
- μετριότης (noun) Hippocr. Off. med.
- μετριότης (noun) Nicom. Arithm.
- συμμετρία
- συμμετρία (noun) Arist. Eth. Nic.
οὐ ... ἡ αὐτὴ συμμετρία ἐν πᾶσίν ἐστιν Arist. Eth. Nic. X 3, 1173a26 = al-iʿtidālu laysa bi-wāḥidin fī ǧamīʿi l-ašyāʾi 535.5 - συμμετρία (noun) Arist. Gener. anim.
- συμμετρία (noun) Arist. Phys. συμμετρία τις = iʿtidālun mā
- συμμετρία (noun) Artem. Onirocr.
- συμμετρία (noun) Galen An. virt.
- συμμετρία (noun) Galen An. virt.
- συμμετρία (noun) Galen An. virt.
- συμμετρία (noun) Galen In De off. med.
- συμμετρία (noun) Galen In De off. med.
- συμμετρία (noun) Galen In De off. med.
- συμμετρία (noun) Hippocr. Off. med.
- συμμετρία (noun) Nicom. Arithm. ʿalā iʿtidālin
- συμμετρία (noun) Ps.-Plut. Placita
- συμμετρία (noun) Ps.-Plut. Placita
- συμμετρια Them. In De an.
- σύμμετρος
- σύμμετρος (adj.) Arist. Gener. anim. σύμμετρον ἢ ἀσύμμετρον = iʿtidālun ...aw ġayru l-iʿtidāli
- σύμμετρος (noun) Galen An. virt. τὸ σύμμετρον
πλεῖον γένηται τοῦ συμμέτρου Galen An. virt. 45.16 = afraṭa ʿalayhī aḥaduhumā wa-ǧāwaza fīhi l-iʿtidāla 19.14 - σύμμετρος (adj.) Galen An. virt. συμμέτρως = bi-ʿtidālin
ὄντως γάρ, εἰ συμμέτρως ποθείη (sc. ὁ οἶνος), ... πέψει ... μεγάλα Galen An. virt. 41.1 = wa-ḥaqqun anna l-šarāba iḏā šuriba bi-ʿtidālin kānat manfaʿatuhū ʿaẓīmatan fī l-haḍmi 16.6 - σύμμετρος (adj.) Hippocr. Off. med.
- σύμμετρος (adj.) Ps.-Plut. Placita
- ὑπερβάλλω
- ὑπερβάλλω (verb) Arist. Gener. anim. yuǧāwizu l-iʿtidāla
- ὑπερβάλλω (act. part.) Galen In De off. med. ὑπερβαλλούσας = al-muǧāwizatu li-l-iʿtidāli
- ὑπερβολικός
- ὑπερβολικός (adj.) Galen In De off. med. al-muǧāwizatu li-l-iʿtidāli
- ὑπερβολικός (adj.) Galen In De off. med. al-muǧāwizatu li-l-iʿtidāli
- ὑπερθερμαίνω
- ὑπερθερμαίνω (gerund) Ps.-Plut. Placita τὸ ὑπερθερμαίνεσθαι = qad ǧāwazat miqdāra iʿtidāla l-ḥarārati