Lookup cumulative lexical entry: اغتذى
- ἀνάθρεψις
- ἀνάθρεψις (noun) Galen In De off. med.
- αὐξάνω
- αὐξάνω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. αὒξεται
- διαιτάω
- διαιτάω (verb) Hippocr. Aphor. διαιτᾶσθαι = yaġtiḏiya bi-l-ġiḏāyati
καὶ τοῖσιν ἄλλοισι τοῖσιν οὕτως εἰθισμένοισι διαιτᾶσθαι Hippocr. Aphor. I 16 = wa-ġayruhum miman qad iʿtāda an yaġtiḏiya bi-l-ġiḏāyati l-raṭbi 7.4 - ἐπιλαμβάνω
- ἐπιλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. ἐπιλαμβάνομαι
- ζῶ
- ζῶ (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ζῇ
- ζῶ (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ζῇ
- προσφέρω
- προσφέρω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita προσφερόμενος
- τρέφω
- τρέφω (verb) Artem. Onirocr.
- τρέφω (verb) Galen An. virt. τρέφομαι
- τρέφω (verb) Galen An. virt. τρέφομαι
- τρέφω (verb) Galen In De off. med.
- τρέφω (verb) Galen In De off. med.
- τρέφω (pass. part.) Galen In De off. med. τρεφόμενα
- τρέφω (verb) Hippocr. Alim. τρέφεται
- τρέφω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. τρέφεται = li-taġtaḏī
- τρέφω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. τρέφεται
- τρέφω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. τρέφεται = li-yaġtaḏī
- τρέφω (verb) Ps.-Plut. Placita τρέφομαι
- τρέφω (verb) Ps.-Plut. Placita τρέφομαι
- τρέφω (verb) Ps.-Plut. Placita τρέφομαι
- τρέφω (verb) Ps.-Plut. Placita τρέφομαι
- τρόφιμος
- τρόφιμος (adj.) Galen In De off. med. yaġtaḏī bihi
- τρόφιμος (adj.) Galen In De off. med. taġtaḏī bii