Lookup cumulative lexical entry: انكسر
- ἄθραυστος
- ἄθραυστος (adj.) Artem. Onirocr. lā yankasiru
- ἀποκλάω
- ἀποκλάω (verb) Hippocr. Off. med.
- θραύω
- θραύω (pass. part.) Artem. Onirocr. θραυομένους
- κατάγνυμι
- κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- κατάγνυμι (verb) Artem. Onirocr.
- κατάγνυμι (act. part.) Galen In De off. med. κατεαγότων
- κάτηξις
- κάτηξις (noun) Hippocr. Alim.