Lookup cumulative lexical entry: تعلّق

  1. ἀνακλάω
  2. ἐξαπτάω
    • ἐξαπτάω (verb) Plot. ἐξηρτημένον = متعلق
      οἷά περ ϕῶς ἐξηρτημένον μὲν κατὰ τὰ ἄνω ἡλίου IV 8, 4.3 = وإنما هو بمنزلة ضياء الشمس فإنه متعلق بقرص الشمس علوا 108.5
  3. προσανατάσσω
  4. σύγκριμα
  5. συμμύω
  6. συνέλκω
The database query could not be executed.