Lookup cumulative lexical entry: تكلّم
- ἀναγράφω
- ἀναγράφω (verb) Artem. Onirocr.
- γράφω
- γράφω (verb) Galen An. virt. ὡδί πως ἔγραψε περὶ ... = takallama bi-hāḏā l-kalāmi
καὶ πάλιν οὐ μετὰ πολὺ <κατὰ> τὸν περὶ τῶν ὤτων λόγον ὡδί πως ἔγραψε περὶ ... Galen An. virt. 57.1 = wa-min baʿdi hāḏā bi-qalīlin lammā aḫaḏa fī ḏikri l-uḏunayni takallama bi-hāḏā l-kalāmi 28.3 - διαλέγω
- διαλέγω (verb) Artem. Onirocr. διαλέγομαι
- διαλέγω (verb) Hippocr. Aer.
- διαλέγω (act. part.) Ps.-Arist. Div.
- διαλεγω Them. In De an.
- διασαφέω
- διασαφέω (verb) Artem. Onirocr.
- εἴρω
- εἴρω (verb) Arist. Int.
- εἴρω (verb) Galen An. virt. εἴρηται
- εἴρω (pass. part.) Galen An. virt. εἰρημένος
- εἴρω (verb) Galen An. virt. εἶπε
- εἰσφέρω
- εἰσφέρω (noun) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἐσηνεγκάμην variant: εἰσ- = takallamnā ... wa-adḫalnā
- ἐξεργάζομαι
- ἐξεργάζομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἐπιμιμνῄσκομαι
- ἐπιμιμνῄσκομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἐπιμιμνῄσκομαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἐρίζω
- ἐρίζω (verb) Galen Med. phil.
- εὑρίσκω
- εὑρίσκω (gerund) Galen An. virt. ἔστιν εὑρεῖν = takallama bihā
- θεόλογος
- θεόλογος (noun) Arist. Metaph. man takallama fī l-ašiyāʾi l-ilāhiyyati
- λέγω
- λέγω (pass. part.) Arist. An. post. περὶ τῆς δεικνύναι λεγομένης = fa-fī ʿazminā aw natakallama fī l-burhāni...fī l-burhāni llaḏī yuqālu
- λέγω (verb) Artem. Onirocr.
- λέγω (verb) Artem. Onirocr.
- λέγω (verb) Artem. Onirocr. wa-yatakallamu
- λόγος
- λόγος (noun) Artem. Onirocr. takallamnā...fī l-qawli
- λόγος (noun) Artem. Onirocr.
- λόγος (noun) Artem. Onirocr.
- λόγος (noun) Artem. Onirocr. ποιήσομαι τὸν λόγον
- λόγος (noun) Artem. Onirocr. ποιούμενοι τὸν λόγον
- περιλαλέω
- περιλαλέω (act. part.) Galen In De off. med. περιλαλήσαντες = takallamū bi-l-haḏayāni
- ποιέω
- ποιέω (pass. part.) Artem. Onirocr. ποιούμενοι τὸν λόγον
- ποιέω (verb) Artem. Onirocr. ποιήσομαι τὸν λόγον
- προστίθημι
- προστίθημι (verb) Artem. Onirocr.
- τεκμαίρομαι
- τεκμαίρομαι (verb) Artem. Onirocr.
- φθέγγομαι
- φθέγγομαι (verb) Artem. Onirocr. sa-yatakallamūna bi-kalāmin
- φθέγγομαι (verb) Galen An. virt.
καὶ φθέγγηταί (sc. ἡ ψυχὴ) τι τῶν αἰσχρῶν ἢ ἀπορρήτων Galen An. virt. 48.17 = wa-tatakallamu (sc. al-nafsu) bi-ašyāʾa samiǧatin aw bi-ašyāʾa laysa yanbaġī l-kalāmu bihā 22.1 - φράζω
- φράζω (verb) Ps.-Plut. Placita
- φυσιολογέω
- φυσιολογέω (verb) Arist. Metaph. takallama kalāman ṭabīʿiyyan
- φυσιολόγος
- φυσιολόγος (noun) Arist. Phys. οἱ φυσιολόγοι = allaḏīna takallamū fī l-ṭabīʿati
ὥσπερ φασὶν οἱ φυσιολόγοι Arist. Phys. III 6, 206b23 = kamā yaqūlu llaḏīna takallamū fī l-ṭabīʿati