Lookup cumulative lexical entry: حبس
- ἀπολαμβάνω
- ἀπολαμβάνω (verb) Arist. Cael.
- δεινός
- δεινός (adj.) Artem. Onirocr. al-labṯu fī l-ḥabsi wa-l-quyūdi
- δεσμεύω
- δεσμεύω (verb) Artem. Onirocr. yadullu ʿalā rabṭihim wa-ḥabsihim
- δεσμός
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr. ribāṭun wa-ḥabsun
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr. ribāṭihim wa-ḥabsihim
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr.
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr.
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr. ḥabsun wa-akbālun
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr.
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr.
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ḥabsu
- δεσμός (noun) Artem. Onirocr. al-ḥabsu wa-l-ribāṭu
- δεσμός (noun) Plot. ἐν δεσμοῖς = في حبس
῎Ενθα καὶ συμβαίνει αὐτῇ τὸ λεγόμενον πτερορρυῆσαι καὶ ἐν δεσμοῖς τοῖς τοῦ σώματος IV 8, 4.22 = فتسقط ريشها وتكون في البدن كأنها في حبس وثيق ليس لها مخرج 110.4 - δεσμωτήριον
- δεσμωτήριον (noun) Artem. Onirocr.
- δέω
- δέω (verb) Artem. Onirocr. tadullu...ʿalā l-ḥabsi
- δυσκοίλιος
- δυσκοίλιος (adj.) Diosc. Mat. med. yaḥbisu l-baṭna
- εἱρκτή
- εἱρκτή (noun) Artem. Onirocr.
- ἐμβάλλω
- ἐμβάλλω (verb) Artem. Onirocr. ἐμβάλλομαι = ḥubsihi
- ἐναπολαμβάνω
- ἐναπολαμβάνω (act. part.) Arist. Phys. ἐναπολαμβάνοντες = an yaḥbisūhu
- κατέχομαι
- κατέχομαι (verb) Arist. Rhet.
- κατέχω
- κατέχω (act. part.) Arist. Gener. anim. κατασχόντας τὸ πνεῦμα = ḥabsu l-nafsi
- κατέχω (gerund) Arist. Gener. anim. τὸ πνεῦμα κατέχειν = ḥabsu nafsihā
- κατέχω (gerund) Arist. Hist. anim. ḥabsun
- κατέχω (verb) Artem. Onirocr. yadullu ʿalā ḥabsin
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Hippocr. Aer. ξυνίστησι
- ὑπέχω
- ὑπέχω (gerund) Galen Simpl. medic. ὑπέχειν
Διοσκουρίδης δ' οὐκ οἶδ' ὅπως τὰ Δαμασκηνὰ κοκκύμηλα ξηρανθέντα φησὶν ὑπέχειν γαστέρα. Galen Simpl. med. XII, 32.17 = wa-ammā Diyusqūrīdūs fa-lā adrī min ayna qāla fī l-iǧǧāṣi l-Dimašqiyyi annahū iḏā ukila ḥabasa l-baṭna WGAÜ 705.6