Lookup cumulative lexical entry: حبس

  1. ἀπολαμβάνω
  2. δεινός
  3. δεσμεύω
  4. δεσμός
  5. δεσμωτήριον
  6. δέω
  7. δυσκοίλιος
  8. εἱρκτή
  9. ἐμβάλλω
  10. ἐναπολαμβάνω
  11. κατέχομαι
  12. κατέχω
  13. συνίστημι
  14. ὑπέχω
    • ὑπέχω (gerund) Galen Simpl. medic. ὑπέχειν
      Διοσκουρίδης δ' οὐκ οἶδ' ὅπως τὰ Δαμασκηνὰ κοκκύμηλα ξηρανθέντα φησὶν ὑπέχειν γαστέρα. Galen Simpl. med. XII, 32.17 = wa-ammā Diyusqūrīdūs fa-lā adrī min ayna qāla fī l-iǧǧāṣi l-Dimašqiyyi annahū iḏā ukila ḥabasa l-baṭna WGAÜ 705.6
The database query could not be executed.