Lookup cumulative lexical entry: دهن

  1. ἄκοπος
    • ἄκοπος (noun) Diosc. Mat. med. παντὸς δὲ ἀκόπου = al-adhānu l-muḥallilatu li-l-iʿyāʾi
      Diosc. Mat. med. I, 53.9 sem. etym. Dubler/Terés II, 56.9-10
  2. ἄλειμμα
  3. ἀλείφω
  4. βοηθέω
  5. γλεύκινος
  6. διαχρίω
  7. ἔλαιον
  8. ἐλαιοπινής
  9. ἔμβρεγμα
  10. ἐπάλειμμα
  11. ἐπαλείφω
  12. καταβροχή
  13. κρόκινος
  14. μύρον
  15. ῥόδινον
  16. ῥόδινος
  17. σούσινος
  18. τερεβίνθινον
  19. ὑγρότης
  20. χρῖσμα
  21. χρίω
The database query could not be executed.