Lookup cumulative lexical entry: ذمّ

  1. ἀγανακτέω
    • ἀγανακτέω (gerundive) Plot. ἀγανακτητέον = ينبغي أن تُذم
      καὶ οὐκ ἀγανακτητέον αὐτὴν ἑαυτῇ Plot. Enn. IV 8, 7.4 = فلا ينبغي أن تُذم النفس 87.17
  2. ἀδοξία
  3. ἄμεμπτος
  4. δέω
  5. ἔνοχος
  6. ἐπαινέω
    • ἐπαινέω (verb) Galen An. virt. οὐκ ἐπαινεῖται = allaḏī yaḏummūnahū wa-yaʿḏulūnahū
      ταῦτ᾿ οὖν αὐτὰ τῶν Στωικῶν ἐμέμψατο ... ὁ ... Ποσειδώνιος, <ὃς> ἐν οἷς ἐπαίνων ἐστὶ μεγίστων ἄξιος, ἐν τούτοις αὐτοῖς ὑπὸ τῶν ἄλλων οὐκ ἐπαινεῖται Στωικῶν Galen An. virt. 77.20 = fa-bi-hāḏihi l-ašyāʾi wabbaḫa l-riwāqiyyīna ... Fūsīḏūniyūsu llaḏī yaḏummūnahū wa-yaʿḏulūnahū sāʾiru l-riwāqiyyīna bi-sababi l-ašyāʾi llatī bihā waḥdahā yastaʾhilu l-midḥata l-kaṯīrata 42.7
  7. καταγιγνώσκω
  8. κατηγορέω
  9. μέμφομαι
  10. ὄνειδος
  11. ὑβρίζω
  12. ψέγω
  13. ψεκτός
  14. ψόγος
The database query could not be executed.