Lookup cumulative lexical entry: روية

  1. βουλεύομαι
  2. βουλεύω
    • βουλεύω (verb) Arist. Phys. καίτοι καὶ ἡ τέχνη οὐ βουλεύεται = lā rawiyyata fīhā
    • βουλεύω (pass. part.) Arist. Phys. οὔτε ζητήσαντα οὔτε βουλευσάμενα = wa-lā bi-naẓrin wa-baḥṯin wa-rawiyyatin
  3. βουλή
  4. βούλησις
  5. διάνοια
  6. λογισμός
    • λογισμός (noun) Plot. εἰς λογισμὸν
      εἰς λογισμὸν ἐκ νοῦ καταβὰς ἀπορῶ Plot. Enn. IV 8, 1.8 = من العقل إلى الفكر والرويّة 22.10
  7. προαίρεσις
The database query could not be executed.