Lookup cumulative lexical entry: زمر
- αὐλέω
- αὔλησις
- αὔλησις (noun) Arist. Poet.
καὶ γὰρ ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει ἔστι γενέσθαι ταύτας τὰς ἀνομοιότητας Arist. Poet. 2, 1448a9 = wa-ḏālika annahū fī l-raqṣi wa-l-zamri wa-ṣināʿati l-ʿīdāni qad yūǧadu li-hāḏihi an takūna ġayra mutašābihatin 222.17
- αὐλητικός
- αὐλός
- κιθαριστικός
- κιθαριστικός (adj.) Arist. Poet. ἡ κιθαριστική (sc. ποίησις) = ṣināʿatu l-malāhī mina l-zamri wa-l-ʿūdi
καὶ κιθαριστικῆς πᾶσαι τυγχάνουσιν οὖσαι μιμήσεις τὸ σύνολον Arist. Poet. 1, 1447a15 = kullu mā kāna dāḫilan fī l-tašabbuhi wa-muḥākāti ṣināʿati l-malāhī mina l-zamri wa-l-ʿūdi wa-ġayrihī 220.9
- σαλπίζω
The database query could not be executed.