Lookup cumulative lexical entry: شارك

  1. ἀορίστως
  2. ἐπικοινωνέω
  3. κοινός
    • κοινός (adj.) Arist. Poet. οὐδὲν ... ἔχοιμεν ... κοινὸν = laysa lanā ... bi-māḏā yušāriku
      οὐδὲν γὰρ ἂν ἔχοιμεν ὀνομάσαι κοινὸν τοὺς Σώφρονος καὶ Ξενάρχου μίμους καὶ τοὺς Σωκρατικοὺς λόγους Arist. Poet. 1, 1447b10 = wa-ḏālika annahū laysa lanā an nusammiya bi-māḏā yušāriku ḥikāyātu wa-tašbīhātu l-šāʿiri Sūfruna wa-Kasānarḫusa wa-l-aqāwīlu l-mansūbatu ilā Suqrāṭa 220.19
  4. κοινόω
  5. κοινωνέω
  6. μεταλαμβάνω
  7. μετέχω
  8. ὁμώνυμος
  9. συγγενής
  10. συμπλοκή
  11. συναπολαυω
  12. συνεξαμαρτάνω
  13. συνωνυμέω
  14. συνώνυμος
The database query could not be executed.